αιρεσεύω

αιρεσεύω
και ρεσεύω [αίρεση]
1. γίνομαι παράξενος, αποκτώ ιδιοτροπίες
2. κάνω κάποιον ν’ αποκτήσει ελαττώματα, ιδιοτροπίες
3. μετοχή ο αιρεσεμένος και ρεσεμένος
κακομαθημένος, ιδιότροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αιρέσεμα — και ρέσεμα, το [αιρεσεύω] ιδιοτροπία, πείσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”